Tuesday, November 22, 2011

μάσκα βροχής







O χρόνος μέσα από μια σειρά φωτογραφίες.  Ο χρόνος μέσα από τις αναμνήσεις.  Ο χρόνος μου έχει ζωγραφίσει στο πρόσωπο μια μάσκα που μοιάζει με βροχή.  Άγρια για όποιον μπορεί να καταλάβει.  Άκρες των φρυδιών που κατεβαίνουν χαμηλά.  Χλωμό δέρμα.  Συνοφρυωμένο στόμα.

Πλησιάζει η γιορτή μου και δεν είναι μόνο που θα γευτώ το αγαπημένο μου γλυκό.  Είναι οι αλλαγές στο παντού που μοιάζει σιγά σιγά να μη μου ανήκει.  Είναι η συγκρατημένη χαρά του τίποτα δεν ήταν όπως το φανταστήκαμε.  Πέρα από μικροσκοπικές στιγμές.

Θέλω να δώσω αλλά μου λείπει το έχω.  Το υλικό έχω που χρειάζεται να πορευτούν τα αναγκαία.  Και ότι είχα δεν πρόλαβα να αγγίξω.  Πάντα γλυστρούσε η επιφάνεια.  Πάντα κυλούσα προς την αντίθετη πλευρά και αφηνόμουν.

Η μοναξιά μας οδήγησε σ ένα κόσμο εικονικό.  Σ ένα κόσμο με απίστευτες επιλογές που μοιάζει σα τον αέρα που αναπνέουμε και όχι σα το μήλο ή το πορτοκάλι που δαγκώνουμε.  Δεν έχει γεύση.  Δεν έχει ουσία.  Μία καρέκλα και ένα ζευγάρι καλοδυωμένα γυαλιά σύνδεσης.  Και αέρας..  τι να τον κάνεις σκέτο αέρα..

Η διάθεση μου μ εγκαταλείπει.  Όχι για πάντα.  Εμφανίζεται που και που..  Να ας πούμε προχθές βρέθηκε ανάμεσα στα μαλλιά μου,  που μόλις είχαν αποκτήσει ξανθές και σοκολατένιες ανταύγειες.  Μετά πήγα σπίτι.  Περίμενα να δω αντιδράσεις.  Πίστεψε με δε πήρε είδηση κανείς.  Μόνο η μάνα μου.

 Έβαψες τα μαλλιά σου κορίτσι μου;  με ρώτησε

Καλά έκανες,  όμορφα είναι

Η μάνα μου.  Μια γυναίκα που δεν την έχει εγκαταλείψει ποτέ η διάθεση.  Έβγαλε ότι είχε να βγάλει όπως το φίδι το φαρμάκι του και το άφησε στην παιδική μου ηλικία.  Φαντάζομαι δεν θα της βγαίναν τα όνειρα.  Αλλιώς γιατί τόσο μίσος;
Τώρα ηρέμησε.  Και γλύκανε.  Κι αδιαφόρησε για όσα δεν της αναλογούν.  Και στάζει μέλι.  Ότι ήταν να κάνω σου λέει το έκανα.  Τι μου απομένει;  Η γλύκα.  Αφού ότι είναι να γίνει γίνεται.  Δε πα να χτυπιέσαι εσύ.  Δε πα να γίνεις ταραμάς.  Τέλος-

Η μάνα μου που λες όπου καθόταν λες και είχε βαμβάκια στον κώλο της.  Καθόταν γερά.  Και μόλις προσαρμοζόταν στο περιβάλλον άρχιζε τα δικά της.  Έτσι να το κάνεις αυτό,  αλλιώς να το κάνεις εκείνο.  Για το καλό σου τα λέω.  Έτσι μου έλεγε.  Και χόρταινε τον εαυτό της.

Έγώ πάλι όπως σου είπα πατούσα πάντα επάνω σε γυαλί.  Λαμπερό στο φως του ήλιου.  Με τύφλωνε,  ούτε που έβλεπα που ήμουν.  Και μετά πάντα σα κάποιος να μου έριχνε ένα κουβά νερό στα πόδια.  Και φαπ έπεφτα.  Και φαπ γλυστρούσα.  Και δε καταλάβαινα γρι.  Κι έτσι ζούσα.

Και να τώρα γιατί δεν έχω τίποτα.  Τόσα και τόσα περάσαν από τα χέρια μου.  Σα να μη τα έβλεπα εγώ.  Όχι πως δε τα ζούσα,  τα ζούσα..  αλλά να..  ποτέ μέχρι το μεδούλι..

Εκτός..  εκτός  από μια φορά.
Σου έχω πει αυτή την ιστορία με τον Κ.
Ερωτεύτηκα.  Αληθινά.  Γήινα.
Δε μπορώ να πω ανθρώπινα γιατι τώρα που το σκέφτομαι όλη η συμπεριφορά μου έμοιαζε περισσότερο με εκείνη του ζώου.  Και η δική του το ίδιο.  Ίσως να είχαμε τα ίδια απωθημένα.  Να μας παίδευαν κοινά κατάλοιπα.  Ποιός ξέρει.
Δέκα χρόνια έρωτας.  Εγώ έφυγα.
Το είχα πει πολλές φορές πως θα φύγω αλλά πάντα ξαναγυρνούσα.  Χώναμε τα νύχια μας ο ένας στη σάρκα του άλλου όσο πιο βαθιά μας έπαιρνε.  Ίσως και να μισούσαμε αυτό που μας συνέβαινε.  Ίσως να είναι κι ο ίδιος ο έρωτας που σε τρελλαίνει τόσο.  Ποιός μπορεί να δώσει απάντηση..

Έφτιαξα ένα καφέ τώρα κι ανακάτευα με το κουταλάκι.  Να έτσι ακριβώς είμασταν..  Σα το καφέ και τη ζάχαρη μέσα σε ζεστό νερό.  Μόνο που κάποιες φορές χάναμε το καιμάκι.
Τέλος πάντων.  Ωραίες στιγμές.  Αυτές τις έζησα κι ας γλυστρούσα.  Πιό έντονα από οποιεσδήποτε άλλες.  Δε βαριέσαι.  Όλα τελειώνουν.  Όλα παίρνουν το δρόμο τους.  Το δικό τους δρόμο,  όχι τον δικό σου..

Νιώθω κουρασμένη.  Να τελειώσω το καφέ μου και να πλέξω με τις βελόνες το κασκόλ για το λαιμουδάκι της κόρης μου.  Να ανοίξω τηλεόραση.  Να συμμαζέψω λίγο το σπίτι,  μετά τις δυο είναι να μου φέρουν τα χαλιά..

Παλιά χαλιά..  ήταν από τα ακριβώτερα όμως !

No comments: