Tuesday, December 14, 2010

σκέψεις

Έρχομαι και κουρνιάζω σ αυτή την τρύπα,  το σκοτάδι με βοηθάει να αποστασιοποιούμαι,  η σιωπή να βουτάω με τα δάχτυλα στις πληγές.
Σφιγμένα χείλη, σχεδόν ίσιες ακόμη κι οι καμπύλες εκείνα τα δυό κόκκινα λοφάκια κάτω από τη βάση της μύτης.  Η φωνή βγαίνει με ιδιαίτερη χροιά,  κραυγάζει αγχωμένη,  ταλαιπωρημένη,  αδύναμη να εστιάσει σε τόνους μαλακούς.  Το σίγμα ακούγεται συρτό και βαρύ σχεδόν κακό.
Αλλάζω παραστάσεις,  φεύγω από τον υπολογιστή και πάω στην τηλεόραση.
Βελόνα και κλωστή,  σταυροβελονιά να λουφάξει η κάθε στιγμή μέσα μου.  Να ηρεμήσει το κουζουλό ζωάκι.
Μια βαλίτσα με τρία λευκά πουκάμισα που πήγαν,  ήρθαν και τώρα στεγνώνουν έξω από το παράθυρο που βλέπει τα σπίτια που φέτος δεν άναψαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Μ αρέσει το κρύο αλλά και με πονάει.  Μουδιάζει το κορμί μου,  τα μάτια μου δακρύζουν κι έτσι δε βλέπω ό,τι θα μπορούσα να ποθήσω αλλά ποτέ να αποκτήσω.
Πως γίνεται να νιώθω μπουκωμένη από το τίποτα;  Σε πνίγει το μηδεν; 
Έχω ακόμη στο στόμα μου γεύση θάλασσας,  θυμάμαι το χρώμα της μα δε βρίσκω πια κύματα να παλέψω.

Κι αυτό που με τρομάζει πιό πολύ μα πιό πολύ είναι η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει και το πιό κάτω.  Το πιο βαθύ και ισοπεδωμένο.

Γελάω με τα όνειρα παρελθόντων χρόνων μα από εκεί κρατιέμαι.  Λένε πως όταν μόνο θυμάσαι,  έχει πιά μεγαλώσει πολύ.
Φοβάμαι πως όταν μόνο θυμάσαι δεν έχεις πιά κίνητρο να ζεις.  Κίνητρο,  καύσιμα,  όπως θέλεις δες το.
Ή πάλι έχεις συμβιβαστεί.  Ή μήπως όχι;

Saturday, December 11, 2010

άνευ όρων

Δε γυρίζουν σε μια στιγμή ανάποδα τα πράγματα.  Θυμάσαι;  Ήταν κι εκείνο το σημάδι,  κι εκείνο,  κι εκείνο,  κι όλα αυτά που περίμενες μα κατά βάθος δεν ήθελες να έρθουν. 
Έψαχνες το φταίξιμο σε πορεία από καιρό χαραγμένη.  Έλιωνες κάθε που έβλεπες πως τα χέρια σου ήταν σφραγισμένα. 

Και παραδόθηκες.  Άνευ όρων.













Μιά χαραμάδα θέλεις τώρα ίσα που να χωράει ένα δαχτυλάκι.