Thursday, September 23, 2010

ο καθρέφτης

ήταν λέει ένας τόσο γέρος, καθισμένος σ ένα κόκκινο παγκάκι, σ ένα απόμερο βρώμικο πάρκο, που τα χέρια του έμοιαζαν χάρτες από τις τόσες χαρακιές, τα δέντρα δεν είχαν πάρει ακόμη τα χρώματα τα φθινοπωρινά, παρ όλα αυτά έπαιζε στα πόδια του τσαλακωμένα φύλλα, χρούτσου χρούτσου/ χρούτσου χρούτσου/

-τι ζητάς; με ρωτάει
είχα κάτσει δίπλα του, κρατώντας μια μικρή απόσταση γιατί μου βρώμαγε κι ας μη τις πιάνω εύκολα τις μυρωδιές, και σκεφτόμουν, ή μάλλον έκανα πως συλλογιζόμουν μια που πραγματικά δεν ήξερα τι να του απαντήσω/
-τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό;
καρδιές/ απαντώ
γελάει/

οι μισοί που περνούν από εδώ ζητούν καρδιές μου λέει, κι οι άλλοι μισοί λεφτά/
τον κοιτούσα, πίστεψα για μια στιγμή, πως εγώ ζητούσα το σωστό, αυτός κοιτούσε τα δέντρα, μετά τον ουρανό και συνέχισε να χαμογελάει/
πίστευα τόσο πως έχω διαλέξει το σωστό, και μάλιστα ένιωθα πως χρειαζόμουν μια μεγάλη αμοιβή για αυτό, μια γενναία ανταμοιβή που θα έγλυφε γλυκά μέχρι και την τελευταία μου αμφιβολία/

αντί για αυτό, άνοιξε ένα χάρτινο κιβώτιο, έβγαλε κάτι από μέσα και μου έδειξε μια ομάδα ανθρώπων λίγο μακρύτερα/ λίγο που μπόρεσα να διακρίνω, ο καθένας ήταν διαφορετικός, μα με ένα περίεργο ψεύτικο τρόπο, άλλος το πρόσωπο βαμμένο μπλε, άλλος κατακκόκινα χείλια, άλλος με δάκρυα μαύρα να τρέχουν από τα μάτια/

μου έδωσε μια μάσκα από χαρτί/ άφηνε σε θέα μόνο τις κόρες των ματιών/
ό,τι κι αν ζητάς, ένας τρόπος υπάρχει να πορευτείς/ μου είπε/ φόρα την και προχώρα/ και μην την αφαιρέσεις ποτέ και για κανέναν, γιατί στα μάτια του σκόνη θα γενείς/

No comments: