
-τι ζητάς; με ρωτάει
είχα κάτσει δίπλα του, κρατώντας μια μικρή απόσταση γιατί μου βρώμαγε κι ας μη τις πιάνω εύκολα τις μυρωδιές, και σκεφτόμουν, ή μάλλον έκανα πως συλλογιζόμουν μια που πραγματικά δεν ήξερα τι να του απαντήσω/
-τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό;
καρδιές/ απαντώ
γελάει/
οι μισοί που περνούν από εδώ ζητούν καρδιές μου λέει, κι οι άλλοι μισοί λεφτά/
τον κοιτούσα, πίστεψα για μια στιγμή, πως εγώ ζητούσα το σωστό, αυτός κοιτούσε τα δέντρα, μετά τον ουρανό και συνέχισε να χαμογελάει/
πίστευα τόσο πως έχω διαλέξει το σωστό, και μάλιστα ένιωθα πως χρειαζόμουν μια μεγάλη αμοιβή για αυτό, μια γενναία ανταμοιβή που θα έγλυφε γλυκά μέχρι και την τελευταία μου αμφιβολία/
αντί για αυτό, άνοιξε ένα χάρτινο κιβώτιο, έβγαλε κάτι από μέσα και μου έδειξε μια ομάδα ανθρώπων λίγο μακρύτερα/ λίγο που μπόρεσα να διακρίνω, ο καθένας ήταν διαφορετικός, μα με ένα περίεργο ψεύτικο τρόπο, άλλος το πρόσωπο βαμμένο μπλε, άλλος κατακκόκινα χείλια, άλλος με δάκρυα μαύρα να τρέχουν από τα μάτια/
μου έδωσε μια μάσκα από χαρτί/ άφηνε σε θέα μόνο τις κόρες των ματιών/
ό,τι κι αν ζητάς, ένας τρόπος υπάρχει να πορευτείς/ μου είπε/ φόρα την και προχώρα/ και μην την αφαιρέσεις ποτέ και για κανέναν, γιατί στα μάτια του σκόνη θα γενείς/
No comments:
Post a Comment