Wednesday, September 29, 2010

κάθε μέρα μου

Mε στρατιωτική ακρίβεια/ δυό φανάρια κίτρινα/ ένα συνοικιακό καφέ με πολύ κόσμο/ ένα φιλί με γεύση καπνού/ ένα πλακάκι που κρατάει μέσα του βροχή/ ένα εγκαταλειμένο σπίτι στο χρώμα της ώχρας/ κολάζ απο σελίδες περιοδικών/ μια αναπάντητη που απαντήθηκε χθες/ νερό πολύ στο χρώμα της πισίνας/ κρύο/ νύχια στο κόκκινο του βύσινου/ βήματα/ μπλα μπλα μπλα ακατανόητα/ ένα ταξί/ η μικρή Λουλού σε μέγεθος λαρτζ/ ένα θεατρικό που θα παιχτεί/ φίλοι από μακριά/ μια πρόσκληση/ δυο μοναχικές βόλτες/ ένα χαλασμένο πόμολο/ μουσική σε δυο μπλε ακουστικά/χαρτογραφούν την βροχερή ζωή μου!

Sunday, September 26, 2010

σεπτέμβρη το καλοκαίρι είναι περίεργο

Είναι ακόμη καλοκαίρι, κρυμμένο πίσω από τις λευκές κουρτίνες που ανεμίζουν τα μεσημέρια μου/ κόβω με το κοφτερό μου μαχαίρι ένα χρυσαφένιο πεπόνι σαν ήλιος και το μελώνω/ στίβω τα ρούχα που φοράω κατάσαρκα, από τον περίσιο ιδρώτα/ πιάνω τα φιλιά σου στον αέρα/ τέσσερα/ ψηλώνω/ απογειώνομαι/ γελάω

με διαπερνάει λοξά μια βροχή με δειλές μικροσκοπικές σταγόνες/ το σύννεφο είναι από πάνω μας/ μόνο για μας βρέχει/ βροχή για δύο

σκοτώνω ένα τρίωρο σ ένα όνειρο που δεν είναι στα γούστα μου/

ζεματάει το παρελθόν τις παράδοξες μέρες μου, ίσως να φταίνε οι ορμόνες που έχουν ημερομηνία λήξης μαζί με το κόκκινομαυρο αίμα που δεν έρχεται πια/ τώρα θα εμφανιστούν εκείνες οι τεράστιες τρίχες που συχαινόμουν στα πηγούνια των γυναικών/ ίσως κάποιες χοντρές ελιές, θα βραχνιάσει η φωνή μου, δεν θα μ αναγνωρίζεις όταν σου τηλεφωνώ, ή όταν ξυπνάω το πρωί, με χίλιες δυό τσαλακωμένες ρυτίδες θα μου λες ''έλα στην αγκαλιά μου, είσαι κουρασμένη μωρό μου'', κι εγώ θα ξέρω πως είναι ψέμματα, γιατί ποιός να ξέρει τι να σκέφτεσαι από μέσα σου, αλλά το ίδιο θα μπορούσες να αναρωτιέσαι κι εσύ, για το τι σκέφτομαι εγώ για σένα, κάπου διάβασα πως αυτή η ανασφάλεια τους δένει τους ανθρώπους πάνω από μια ηλικία, κι αυτό με παρηγορεί/ στ αλήθεια/

πως μπορείς να με μπερδεύεις με κάποια άλλη αφού είμαι εγώ;

το όνομα μου δε θα σου το ψιθυρίσω ποτέ

Saturday, September 25, 2010

αλλάζει ο καιρός

φοράω εκείνο το παντελόνι που αφήνει ακάλυπτα τα γόνατα και κρυώνω/ το αλλάζω με το άλλο το πορτοκαλί που μυρίζει ακόμη θάλασσα αλλά φτάνει ως τον πρησμένο μου αστράγαλο και τον χαιδεύει με περίσια τρυφερότητα/
ήρθε λέει η βροχή, αλλά δεν ήμουν εδώ/ και τώρα ανοιγοκλείνω τις παραθυρόπορτες μέχρι να βρω από που μπάζει/ είναι ακόμη νωρίς το πρωί κι έχει μια ψύχρα που ενοχλεί το δέρμα και το κάνει να πονάει/

έχω ξεχάσει ποιές λέξεις δέχονται διπλά τα σύμφωνα/ όπως μια φορά είχα ξεχάσει κι εκείνα τα στολιδάκια τα άχρηστα που βάζαμε πάνω και στο πλάι της αλφαβήτας/ ήταν σα να μη τα είχα ξαναδεί ποτέ/ τόσο ήταν το μίσος μου/
ίδιο μ αυτό που είχα κι ένα φεγγάρι για σένα/ γιά όσα μου έκανες και δεν ήθελα/ και για άλλα τόσα που ήθελα και δεν μου έκανες/ σε συνήθισα τώρα/ σε συνήθισε κι ανασφάλεια μου/ που ήρθε και βρήκε κι αγκάλιασε την δικιά σου/ έτσι τώρα οι δύο ανασφάλειες μας πορεύονται μαζί/

χθες βράδυ μου ζητήθηκαν οι κλωστές που είχα στα δάχτυλα κι εγώ τις έδωσα/ πως να σε γελάσω όταν το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου είναι ίδιο με το δικό σου/ μόνο πίσω κάνω/ όσα βήματα μου πεις/ κι αν εσύ μου ζητήσεις να έρθω μπροστά πάλι εδώ θα είμαι/

τα βράδια κοιμάμαι νωρίς, πάντα κοιμόμουν νωρίς, μα τώρα νωρίτερα, παίρνω το μεγάλο βιβλίο γιά να κρυφτώ λίγο πίσω του μα γρήγορα το αφήνω στο πλάι του κομοδίνου μου/ κι από πάνω διπλωμένα τα κόκκινα γυαλιά/ όμως ξυπνάω νωρίς, πάντα ξυπνούσα αργά, όμως τώρα ξυπνάω νωρίς και μοιάζουν τα σάββατα να είναι διπλά, διπλά όλα τα πρωινά, μα μισά τα βράδια, ποτέ δεν μπορείς να έχεις το πακέτο ολόκληρο/ ποιός ορίζει το ''ολόκληρο'' άλλωστε/

με ρωτάς γιατί είμαι εδώ/ βουτηγμένη στο μαύρο και στη βροχή/ αγαπημένα και τα δύο/ σα να με ρωτάς ''γιατί ζεις;''/ και πως να σου απαντήσω/ λες πως ούτε που πας πιά στα παλιότερα κείμενα/ ποιό το τελικό αποτέλεσμα/ σα να λες πως κάθε στιγμή σου που πέρασε την επισκέφτεσαι κάθε βράδυ στα όνειρά σου/ μα δε γίνεται ποτέ αυτό/ γίνεται;/ κι έχει άραγε η ζωή αποτέλεσμα/ δεν έχει/ μόνο περίπατο έχει/ έναν ατέλειωτο μοναχικό περίπατο/

Thursday, September 23, 2010

ο καθρέφτης

ήταν λέει ένας τόσο γέρος, καθισμένος σ ένα κόκκινο παγκάκι, σ ένα απόμερο βρώμικο πάρκο, που τα χέρια του έμοιαζαν χάρτες από τις τόσες χαρακιές, τα δέντρα δεν είχαν πάρει ακόμη τα χρώματα τα φθινοπωρινά, παρ όλα αυτά έπαιζε στα πόδια του τσαλακωμένα φύλλα, χρούτσου χρούτσου/ χρούτσου χρούτσου/

-τι ζητάς; με ρωτάει
είχα κάτσει δίπλα του, κρατώντας μια μικρή απόσταση γιατί μου βρώμαγε κι ας μη τις πιάνω εύκολα τις μυρωδιές, και σκεφτόμουν, ή μάλλον έκανα πως συλλογιζόμουν μια που πραγματικά δεν ήξερα τι να του απαντήσω/
-τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό;
καρδιές/ απαντώ
γελάει/

οι μισοί που περνούν από εδώ ζητούν καρδιές μου λέει, κι οι άλλοι μισοί λεφτά/
τον κοιτούσα, πίστεψα για μια στιγμή, πως εγώ ζητούσα το σωστό, αυτός κοιτούσε τα δέντρα, μετά τον ουρανό και συνέχισε να χαμογελάει/
πίστευα τόσο πως έχω διαλέξει το σωστό, και μάλιστα ένιωθα πως χρειαζόμουν μια μεγάλη αμοιβή για αυτό, μια γενναία ανταμοιβή που θα έγλυφε γλυκά μέχρι και την τελευταία μου αμφιβολία/

αντί για αυτό, άνοιξε ένα χάρτινο κιβώτιο, έβγαλε κάτι από μέσα και μου έδειξε μια ομάδα ανθρώπων λίγο μακρύτερα/ λίγο που μπόρεσα να διακρίνω, ο καθένας ήταν διαφορετικός, μα με ένα περίεργο ψεύτικο τρόπο, άλλος το πρόσωπο βαμμένο μπλε, άλλος κατακκόκινα χείλια, άλλος με δάκρυα μαύρα να τρέχουν από τα μάτια/

μου έδωσε μια μάσκα από χαρτί/ άφηνε σε θέα μόνο τις κόρες των ματιών/
ό,τι κι αν ζητάς, ένας τρόπος υπάρχει να πορευτείς/ μου είπε/ φόρα την και προχώρα/ και μην την αφαιρέσεις ποτέ και για κανέναν, γιατί στα μάτια του σκόνη θα γενείς/

Wednesday, September 22, 2010

το κόκκινο ενός σεπτέμβρη

ακούω την φωνή σου από την άλλη άκρη της γραμμής και τυλίγομαι σε χρωματιστές κλωστές/ μ αρέσει όταν οι ανάσες που νοσταλγώ επιστρέφουν/ σε παρακαλώ να με αγγίξεις, να εδώ σου λέω και σου δίνω ένα ολοστρόγγυλο μάγουλο για φίλημα/
στα δάχτυλα μου έχω βελόνες που τις μπήγω σε μπίλιες στα χρώματα των χριστουγέννων/ δες τι έφτιαξα/ πάρε/

με ξεχνούσα για καιρό, κάθε μέρα και λίγο περισσότερο।/ ήξερα πως θα ξυπνήσουν τα μάτια μου, μα με παίδευε το πότε/ λες να ήρθε η στιγμή;
μη με κοιτάς/ η δική σου θύμηση δεν θα επιστρέψει ποτέ/ δεν έχω άλλες ερωτήσεις να σου κάνω/ τα είδα όλα/ ξεφτάνε οι καρδιές; ξεφτάνε μα μόνο αυτές που πρέπει/ αποστασιοποιημένος βλέπεις την διαφορά/

θυμάμαι έναν σεπτέμβρη που είχε ξεκινήσει με την λέξη ''κόκκινο''/ μεγάλη κουφάλα ο χρόνος/ τσιμπλιάζει τα μάτια μου/ μουδιάζει τα χείλια σ ένα κατσαρό/ ούτε σοβαρό/ ούτε χαμόγελο/ φεύγει

χθες ήταν η μέρα που ξεκίνησε με μια ολομωβ ανατολή και κατέλειξε σε έναν ολογκρι πονοκέφαλο/ το πάθος μου θέλω να μπαίνει μέσα στις κλωστές και να λιώνει τα χρώματα σα γλυπτό από σίδερο/ δε συμβαίνει αυτό/ δεν υπάρχω/


δε μου φτάνουν/ πια οι στιγμές μου/ το πιστεύεις;

Sunday, September 19, 2010

ελικοειδείς σκέψεις

Διαψεύδονται τα ολόδικα σου σε βλέμματα αινίγματα/ κρυφά/
φωνές γνώριμες/ νανουρίσματα προσποιητά/ χάδια αγκαθωτά

είναι η φιλία/ ψύχα/ ανύπαρκτου υλικού ψύχα/ η φιλία

Saturday, September 18, 2010

ΗπιόΌμορφηΑπΌλες

ακόμη κι αν χρειαστεί/ αναγκαίο κακό/ να σε σκίσω/ πατήσω/ εκμηδενίσω/ διαλύσω/ ξεφλουδίσω/ προσποιηθώ/ εξαφανίσω/

εμπιστέψου με
είμαι η καλύτερη

των γδαρμένων

διαχείρηση των νεκρών κυττάρων σε μορφή αιωρούμενης και μη σκόνης, κατακαθείμενης στο παντού των λευκών σεντονιών, των μειδιαμάτων, των ουρλιαχτών/


τι ώρα είναι;
υπερσυντέλικος/

Friday, September 17, 2010

εγώ

στίβες από χαρτιά. κατά προτίμηση χρώματος λευκού και μαύρου. μαλακιά υφή. χαρακτήρες ανάγλυφοι, σε κάποια σημεία η μελάνη μοιάζει να έχει βραχεί, χύνεται από το αλφάβητο και ποτίζει το χαρτί। μοιάζει να έχει κλάψει। το χαρτί।
φωνές। σαν ένα κοπάδι πουλιά, μαύρα όσο να χωρούν στη χούφτα πουλιά, τόσο δυνατές, σηκώνουν τα χαρτιά στον αέρα। μοιάζουν να χορεύουν। για λίγο। πετάνε ψηλά, επιστρέφουν।
πάντα επιστρέφουν।
παρουσία। στα όρια της απουσίας। μια γλώσσα μακριά γλύφει μια τόση δα ασημένια κλωστίτσα। φθείρεται, κόβεται, πέφτει.
χαρτιά, φωνές, απουσία και μια κλωστή καταδικασμένη στη φθορά!

όλη μου η ζωή॥

σσ.......ςςς, σώπα!






η άλλη